μεγαλείος

μεγαλείος
-α, -ο (ΑM μεγαλείος, -εία, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν)
α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη
β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) δόξα, κλέος, ακμή, ισχύς, δύναμη, μεγαλοσύνη (α. «... περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις», Σολωμ.
β. «αγωνίστηκαν για το μεγαλείο τής πατρίδας»)
β) (χωρίς άρθρο) λέγεται ως έκφραση θαυμασμού για κάτι («έχει ένα σπίτι μεγαλείο»)
γ) στον πληθ. τα μεγαλεία
κοσμικές λαμπρότητες, επιδείξεις πλούτου, αξιώματα, τιμές και διακρίσεις («τού αρέσουν τα μεγαλεία»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. αλαζονική συμπεριφορά
2. βιβλίο που περιείχε τα ευαγγέλια
αρχ.
1. μεγαλοπρεπής, λαμπρός («ἐκόσμησε τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις ῥήμασιν ἢ ἐγὼ νῡν», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) αξιοπρεπής, υπερήφανος
3. (για το ύφος τού λόγου) υψηλός, στομφώδης
4. φρ. «τὸ μεγαλεῑόν τινος»
(ως τίτλος) η Υψηλότητα.
επίρρ...
μεγαλείως (Α)
1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ («μεγαλείως ὠφελῶν τὴν πόλιν», Ξεν.)
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρώς («τοὺς θεοὺς μεγαλείως τιμᾱν καὶ φίλους», Ξεν.)
3. σε υψηλό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος, πιθ. κατά το ἀνδρεῖος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλεῖος — magnificent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλεῖον — μεγαλεῖος magnificent masc acc sg μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλεῖα — μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλειότερον — μεγαλεῑότερον , μεγαλεῖος magnificent adverbial comp μεγαλεῑότερον , μεγαλεῖος magnificent masc acc comp sg μεγαλεῑότερον , μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλειοτέρας — μεγαλεῑοτέρᾱς , μεγαλεῖος magnificent fem acc comp pl μεγαλεῑοτέρᾱς , μεγαλεῖος magnificent fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλειοτέρως — μεγαλεῑοτέρως , μεγαλεῖος magnificent adverbial comp μεγαλεῑοτέρως , μεγαλεῖος magnificent masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλειότατα — μεγαλεῑότατα , μεγαλεῖος magnificent adverbial superl μεγαλεῑότατα , μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλείων — μεγαλεί̱ων , μεγαλεῖος magnificent fem gen pl μεγαλεί̱ων , μεγαλεῖος magnificent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλείως — μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent adverbial μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”